Αν χαρτογραφήσουμε στον χάρτη μίας περιοχής τα επίκεντρα των σεισμών, παρατηρούμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται απουσία επικέντρων εκεί που λογικά θα αναμένονταν. Όταν μάλιστα στην περιοχή αυτή υπάρχουν πληροφορίες ότι υπήρξε έντονη σεισμική δράση στο παρελθόν.

Δεχόμενοι αυτό υποθέτουμε ότι προφανώς σε αυτό φταίει ή η χρονική περίοδος που χαρτογραφήσαμε ή τα δεδομένα μας καλύπτουν μεγάλα μεγέθη ενώ στην περιοχή η έντονη σεισμικότητα εμφανίζεται με σεισμούς ενδιαμέσων μεγεθών.

Αν λυθούν οι δύο προαναφερθείσες υποθέσεις καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στις περιοχές αυτές στο μέλλον θα εκδηλωθεί πάλι έντονη σεισμική δράση. Οι περιπτώσεις αυτές ονομάζονται προσωρινά σεισμικά κενά.

Για να θεωρηθεί μία περιοχή σαν προσωρινό σεισμικό κενό εφαρμόζονται διάφορα κριτήρια και το περισσότερο ιδιαίτερο κριτήριο είναι ότι στη περιοχή αυτή δεν έγινε σεισμός τα τελευταία 30 χρόνια και ότι τα ρήγματα τις περιοχής είναι ανάστροφα ή οριζόντιας μετατόπισης. Στη συνέχεια στην περιοχή του σεισμικού κενού γίνεται προσπάθεια της εκτίμησης του χρόνου γένεσης του σεισμού.

Οι σεισμογόνοι χώροι των μεγάλων σεισμών που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες και για τον λόγο αυτόν έχουν μελετηθεί επαρκώς, μας έδειξαν από την κατανομή των μετασεισμών ότι δεν συμπίπτουν αλλά κατανέμονται ο ένας δίπλα στον άλλο κατά μήκος της ζώνης επαφής δύο πλακών. Όταν σε έναν από αυτούς τους χώρους δεν έχει συμβεί σεισμός για πολλά χρόνια, ενώ παλαιότερα είχαν γίνει, τότε αυτός ο χώρος θεωρείται σεισμικό κενό.

Μία άλλη προσέγγιση του προβλήματος είναι η μετατόπιση ή περιοδεία των επικέντρων. Σύμφωνα με αυτήν έχει παρατηρηθεί συστηματική μετάθεση του επικέντρου του σεισμού κατά μήκος μίας σεισμικής ζώνης προς ορισμένη κατεύθυνση. Αν προς την κατεύθυνση αυτή υπάρχει ένα σεισμικό κενό τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την γένεση του σεισμού χωρίς φυσικά να γνωρίζουμε τον ακριβή χρόνο γένεσης.